φανοποιείο

φανοποιείο
το
το εργαστήριο του φανοποιού (βλ. λ.), φαναρτζίδικο, τενεκετζίδικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φανοποιείο — το, Ν εργαστήριο φανοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα ἐφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • φαναρ(ι)τζίδικο — το το εργαστήριο του φαναρ(ι)τζή, φανοποιείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”